- ισορρυθμία
- ημουσ. (ισόρρυθμος)δομική αρχή της πολυφωνικής μουσικής, το χαρακτηριστικό τής οποίας είναι η επέκταση τής ρυθμικής υφής ενός αρχικού μέρους σε ολόκληρη τη σύνθεση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ισορρυθμικός — ή, ό (ισορρυθμία) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ισορρυθμία … Dictionary of Greek
ισόρρυθμος — η, ο αυτός που έχει ισορρυθμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ρρυθμος (< ρυθμός (πρβλ. ιδιό ρρυθμος, ταχύ ρρυθμος] … Dictionary of Greek